- γεώσφαιρα
- η1) геосфера; 2) глобус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεώσφαιρα — η 1. η γήινη σφαίρα και κυρίως το στερεό τμήμα της 2. τεχνητή σφαίρα που αναπαριστά τη γη … Dictionary of Greek
γεώσφαιρα — η η γήινη σφαίρα και κυρίως το στερεό μέρος της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωσφαιρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεώσφαιρα … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γεωθερμική — Κλάδος της γεωφυσικής, που μελετά τη θερμική κατάσταση και την ιστορία του εσωτερικού της Γης. Η θερμότητα της ηλιακής ακτινοβολίας διαπερνά μόνο τα επιφανειακά στρώματα του φλοιού της Γης. Ωστόσο, καθώς αυξάνει το βάθος, παρατηρείται κανονική… … Dictionary of Greek
γεωσφαιρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη γεώσφαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)